Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

«Πείνα και Δίψα»

Πεινάω, φίλε μου (αναγνώστη)! Πεινάω και διψάω!...

Τι να καταλαβαίνεις, άραγε, διαβάζοντας τα παραπάνω; Τι να νιώθεις; Ή, σωστότερα, πόσο μπορείς να με νιώσεις;…

Γενικότερα: Πόσο μπορούμε, άραγε, εμείς οι άνθρωποι, να καταλάβουμε, “να νιώσουμε” τον άλλον, τον οποιονδήποτε, όταν μας λέει, στα φανάρια για παράδειγμα: “Πεινάω, κύριε, πεινάω!... Δώστε μου μια βοήθεια… ό,τι έχετε ευχαρίστηση!...


“Διψάω!” σου λέει κι ο άλλος. “Διψώ!” κραύγασε πάνω στο σταυρό κι ο Ιησούς, λίγο πριν ξεψυχήσει… “Διψάω” σου λέει και το παιδάκι, κι ύστερα πίνει μόνο μια μικρή γουλίτσα, παίρνει το ποτήρι και το χύνει… Την ίδια ώρα κάποιος ξεστρατισμένος πεζοπόρος μπορεί να σέρνεται κάπου στην έρημο, ελπίζοντας σε μια – δυό σταγόνες, τουλάχιστον, νερό…


Για να νιώσουμε τον άλλο… για να τον καταλάβουμε… πρέπει (δηλαδή είναι απαραίτητο) αφενός μεν να έχουμε προσωπικές εμπειρίες και βιώματα από αντίστοιχες περιπτώσεις (ή, έστω, φαντασία για ν’ αντικαταστήσει και να συμπληρώσει το τυχόν σχετικό μας έλλειμμα…), αφετέρου δε ευήκοον ους και ανοιχτή καρδιά, με διάθεση “να μπούμε στα παπούτσια” και στη συναισθηματική κατάσταση του άλλου…


“Πεινάω”, λοιπόν, νιώθει ο καθένας μας, εάν τυχόν καθυστερήσουμε για κάποιο λόγο, έστω και για λίγο, το χρονικά προγραμματισμένο δείπνο ή γεύμα μας ή, έστω, το “δεκατιανό” μας…

“Πεινάω”, όμως, νιώθει και ψελλίζει, με όση δύναμη (ή αδυναμία…) του έχει απομείνει, ο άνεργος άστεγος, που μπορεί να έχει ξεχάσει πότε έφαγε “κανονικά” και “πλήρες γεύμα” για τελευταία φορά…

…Κι αναρωτιέται κανείς… υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερη απ’ αυτή την πείνα και τη δίψα;…


…Κι όμως… Ακόμα και οι χορτασμένοι και οι καλοζωισμένοι της ζωής, αν το καλοσκεφτείς, νιώθουν “πεινασμένοι” και “διψασμένοι” που ελάχιστα, ίσως υπολείπεται από την παραπάνω πείνα και δίψα… Μόνο που αυτές τους οι ανάγκες δεν αφορούν στον υλικό, μας σε άλλους τομείς…

Κάποιοι πεινούν και διψούν για δικαιοσύνη! [Πόσο εύκολο είναι να νιώσουμε αυτόν τον βαθύτατο πόνο του αδικημένου;…]

Κάποιοι πεινούν και διψούν για συντροφικότητα, για αγάπη!... [Κάποιοι;… Όλοι μας, πείτε καλύτερα!... Φανταστείτε, όμως, πόσο περισσότερο αυτό ισχύει για τους μοναχικούς, για τους “απόκληρους” της ζωής…]

Όλοι μας, εξάλλου, λίγο ως πολύ, μα πιότερο οι επιστήμονες, πεινούν και διψούν για απαντήσεις στα μεγάλα επιστημονικά ερωτήματα που ακόμα παραμένουν αναπάντητα…

…Και τι να πούμε, εξάλλου, για τη μεγάλη πείνα και δίψα της ζωής: Την ανεύρεση του νοήματος και του σκοπού της ζωής μας! Την απάντηση στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα: Γιατί ζούμε; Δημιουργία ή τύχη; Υπάρχει Θεός; Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο;…

Πεινάω και διψάω… Υπό αυτή την αμέσως παραπάνω έννοια. Πεινάω και διψάω αφάνταστα!... Όλοι το νιώθουν αυτό, τουλάχιστον για κάποια περίοδο της ζωής τους, συνήθως στην εφηβεία τους. Καλώς ή κακώς πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, δίνουν άπαξ μία απάντηση κι ύστερα “καθαρίζουν” πια για το υπόλοιπο της ζωής τους, “βολεύονται” πια στο “ήρεμο λιμάνι” των “κατασταλαγμένων” απόψεών τους και πια δεν παίρνουν το ρίσκο να ξαναβγούν στο φουρτουνιασμένο πέλαγος των αμφιβολιών και ν’ αντιμετωπίσουν πάλι τα ίδια κύματα, τα ίδια ερωτήματα… Καλώς ή κακώς… εξακολουθώ να πεινώ και να διψώ…


…Το ’γραψα, το ξανάγραψα… τόσο που θυμήθηκα, συνειρμικά, ένα παλιό βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, με τίτλο ακριβώς αυτό: “Πείνα και Δίψα”. Πρέπει να το είχα διαβάσει στην έκδοση του 1981, μα ήδη κυκλοφορεί η (6η) έκδοση, του 2005. Απ’ αυτό το βιβλίο, λοιπόν, θα σπεύσω, αμέσως μετά, να αναρτήσω κάποια αποσπάσματα στο άλλο ιστολόγιό μου, το Eagle. Όχι ότι σε ξεδιψά ένα τέτοιο βιβλίο. Απλά και μόνο περιγράφει την αντίστοιχη αγωνία και την ανάγκη ενός άλλου ανθρώπου, και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλου!


Διψάω, φίλε μου (αναγνώστη)!

Πες μου, όμως. Εσύ… έχεις ευχαριστηθεί ποτέ σου νερό;!...


Υ.Γ.: Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά, που σας υποσχέθηκα παραπάνω, θα τα βρείτε εδώ:

http://eaglestefanos.blogspot.com/2008/11/blog-post_30.html


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

«Ο γλάρος και η θάλασσα»

Ο γλάρος…

Ο γλάρος και η θάλασσα…

Η θάλασσα που δίνει νόημα ύπαρξης σ’ έναν γλάρο!...

Νοείται γλάρος χωρίς θάλασσα;…

[Κι όμως, δυστυχώς νοείται… Υπάρχουν γλάροι που ζουν κι υπάρχουν πάνω και κοντά σε σκουπιδότοπους… “Κάνει τη ζωή τους πιο εύκολη”, βλέπεις… Τους εξασφαλίζει πολύ και πλούσιο και εύκολο φαγητό… “Να φας του σκασμού”, που λένε…. Τόσο που να μην μπορείς και να πετάξεις ακόμα… Σκουπιδότοποι που σε “πλανεύουν”… και ξεχνάς ακόμα και τη θάλασσα…]


Ο γλάρος είμαι εγώ… Κι η ψυχή μου που φτερουγίζει…

Η θάλασσα, που δίνει νόημα ύπαρξης στον γλάρο, είσαι εσύ!... Τα μάτια σου! Και η ψυχή σου!... Ψυχή γυναίκας… Απέραντη και βαθειά… Αδύνατο, εξ ορισμού, να εξερευνηθεί στο σύνολό της… Κι απροσδιόριστη στις αντιδράσεις της… Μα και, για όλα ετούτα [και για ένα σωρό ακόμη…] μαγική!... Γυναίκα – μάγισσα… θάλασσα – μάγισσα… Πλανεύτρα… Κίρκη….


…Ένιωσα και συνειδητοποίησα πως είμαι γλάρος… μόνο αφότου είδα, μόνο αφότου γνώρισα τη θάλασσα [σου]. Ως τότε ήμουν απλά ένα χωρίς όνομα, δηλαδή απροσδιόριστο, πουλί. Διότι μου άρεσε ανέκαθεν (και μου αρέσει πάντα…) να πετώ στα ουράνια….

[Γυναίκα του Ουρανού, όμως, ή, πάντως, Μεγάλη Ερωμένη, Αιώνια Αγαπημένη του, είναι η θάλασσα… Αιώνιος Έρωτας!... Μετά από τόσους αιώνες, μετά από τόσες χιλιετίες, μετά από τόσες κοσμικές εποχές, ακόμα κοιτάζονται μέσα στα μάτια… σ’ ένα διαρκές αντικαθρέφτισμα… κι ούτε που ξέρει πια κανείς τίνος είναι το χρώμα, το παρόμοιο, άραγε των ματιών ή αυτού που καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτά;… άραγε της θάλασσας ή του ουρανού;…]

Κι εκεί που πέταγα, πρωτύτερα, πάνω από δάση και βουνά, πάνω από πεδιάδες κι από πόλεις… εκεί που έκανα ταξίδια μακρινά…

…όταν σε γνώρισα, πια, “παγιδεύτηκα” για πάντα…

Σε γνώρισα… [“σε γνώρισα”;… είναι άραγε εύκολο να πεις, ποτέ, πως “γνώρισες” τη θάλασσα, έναν άνθρωπο, πόσο δε μάλλον μια γυναίκα!...] σε “καλές” στιγμές, μα και “κακές”… Σε φουρτούνες μα και σε ηρεμία, νηνεμία… Και είχαν, όλες τους, μια ιδιαιτερότητα, μια γοητεία!...

Λένε συχνά πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, πως η θάλασσα και η ψυχή και η ζωή αξίζει, τάχα, μόνο στην ηρεμία, στην γαλήνη, στην απανεμιά… Θαρρώ: Μεγάλο λάθος!...

Όλα! Όλα είναι η ζωή!... Και τα “καλά” και τα “κακά” της… Αξίζει να ’ρχονται, συχνά, τα πάνω κάτω, τα μέσα έξω… να αναδεύονται άγρια τα βαθειά νερά… τα εσώψυχα…

Μου είναι εύκολο, δίχως άλλο, το να σε βρίσκω, να σε συναναστρέφομαι εν ηρεμία… Μα μία τέτοια μόνιμη κατάσταση, όπως και να το κάνεις, δεν μου κάνει δα καλό, αν το δούμε μακροπρόθεσμα… Διότι αφήνει, βέβαια, όπως είναι εύκολα κατανοητό, αγύμναστες πια τις φτερούγες μου….


Μια τέτοια μόνιμα ήρεμη ζωή, ανέκαθεν δεν ήταν το ιδανικό μου, αυτό που ευχόμουνα να χαρακτηρίζει τη ζωή μου…

Άλλοι εύχονται και προσεύχονται να μην τους χαρίζει ο Θεός δυσκολίες και πόνους στη ζωή τους… [Κι εγώ το ευχήθηκαν συχνά, το ομολογώ, σε στιγμές αδυναμίας: “Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο”…] Μα η πείρα κάποιων χρόνων, τα βιώματά μου, με δίδαξαν, αν μη τι άλλο, ετούτο: Να εύχομαι “δίνε μου, Κύριε, ν’ αντέχω τους πόνους και τις δυσκολίες, να προσπερνώ τα εμπόδια”…

“Εισένεγκέ με, Κύριε, εις πειρασμόν, και ρύσαι τον Πονηρόν από εμού. Αμήν”

Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που μου ’δειξες τη θάλασσα… Αυτή τη θάλασσα!... Αλληλούια!...

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

«Η αφροσύνη (;) των συλλογών και των συλλεκτών»


Πριν από πάρα πολύ καιρό είχα γράψει το ακόλουθο κείμενο:

«Σημερινό μου θέμα οι συλλογές και οι συλλέκτες. Οι συλλογές μου και εγώ. Το ψυχολογικό υπόβαθρο. Η ψυχολογική διερεύνηση του φαινομένου…

Από πού ν’ αρχίσω; Χμ, ας προσπαθήσω να καταγράψω τις συλλογές μου, τις τωρινές και τις παλαιότερες, και βλέπουμε…

Γραμματόσημα, Νομίσματα, Χαρτονομίσματα, Καρτ-ποστάλ, Τηλεκάρτες, Βιβλία παλαιά, Περιοδικά (και ιδίως πρώτα τεύχη τους), Ορυκτά – πετρώματα και συναφές έντυπο υλικό (βιβλία, κάρτες, αφίσες, γραμματόσημα). Παλαιότερα συνέλεγα (και μου έχει μείνει ακόμα αρκετό υλικό…) σπιρτόκουτα, αποξηραμένα φυτά, κοχύλια, πέτρες, τράπουλες, συλλεκτικά χαρτάκια... Α, ξέχασα ν’ αναφέρω πως μαζεύω ακόμα μπουκάλια αρωμάτων (κανονικά και μινιατούρες), μινιατούρες ποτών, αιθέρια έλαια… Βάζω αποσιωπητικά κάθε τόσο, διότι είναι σίγουρο πως ξεχνάω κι άλλα…

…Κάποτε (ή ακόμα και τώρα;…) με αποκαλούσα συλλέκτη συλλογών”!...

Βεβαίως υπάρχουν κι ένα σωρό άλλες συλλογές απ’ τις οποίες “γλύτωσα”, ενδεχομένως διότι δεν το είχα σκεφθεί καν πως υπάρχουν… Δεν έχει νόημα ν’ αρχίσω να καταγράφω το τι συλλέγουν διάφοροι, διότι η λίστα μπορεί να αποδειχθεί ατέλειωτη…

Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο σε κάποιο περιοδικό, που αναφερόταν σ’ έναν διαγωνισμό για την πιο πρωτότυπη και, συνάμα, την πιο χρήσιμη συλλογή. Σύμφωνα με το άρθρο, νικητής του διαγωνισμού αναδείχθηκε κάποιος που “συνέλεγε” και κατέγραφε τα λάθη του, κάτι που τον βοηθούσε, βεβαίως, στο να τα διορθώνει και, έτσι, να γίνεται καλύτερος! Ενδιαφέρουσα, πράγματι, και ιδίως χρήσιμη συλλογή!

Υπό αυτό το πρίσμα, της πιο χρήσιμης συλλογής, θα επέλεγα, από τις δικές μου τουλάχιστον, τη συλλογή γνωμικών – ρητών – αποφθεγμάτων και αποσπασμάτων από διάφορα βιβλία. Να αναφέρω, παρενθετικά, ότι “συλλέγω” και βιβλία με αυτό το αντικείμενο, από τα οποία κατά καιρούς αντιγράφω συστηματικά όσα αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο, κατά περίπτωση, θέμα, μαζί βεβαίως με τα αποσπάσματα που έχω επιλέξει, για το ίδιο θέμα, από διάφορα άλλα βιβλία, περιοδικά και άλλα δημοσιεύματα και, έτσι, έχω δημιουργήσει θεματικές τέτοιες συλλογές, με τελικό “όραμά” μου, να δημοσιεύσω έναν ογκώδη τόμο με όλα αυτά τα γνωμικά, ή έναν μικρότερο με επιλογή των καλύτερων ή, ακόμη, ένα βιβλίο που θα συνδυάζει επιλεγμένα γνωμικά και όμορφες φωτογραφίες που κατά καιρούς έχω τραβήξει…

Θυμήθηκα, τώρα, πως στο παρελθόν είχα ασχοληθεί με τη συλλογή συνθημάτων – graffiti από τοίχους (που τη σταμάτησα, δυστυχώς, όταν εκδόθηκαν κάποια βιβλία με το ίδιο αντικείμενο και, πλέον, τα καταγράφω θεματικά στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συλλογής γνωμικών και αποφθεγμάτων…). Παλαιότερα δε, στο Λύκειο, θυμάμαι πως κατέγραφα και “συνέλεγα” τις “κοτσάνες” των καθηγητών μας, των συμμαθητών μου και εμού του ιδίου…

Συλλέγουμε… Μαζεύουμε… Συσσωρεύουμε…

Γιατί; Πολλά μπορούν να λεχθούν για το ψυχολογικό υπόβαθρο των συλλεκτών… Καλύπτουμε τις ελλείψεις του “είναι” μας με το “έχειν” μας, έχουν αποφανθεί κάποιοι… “Μπαλώματα του εσωτερικού κόσμου” το λένε άλλοι, πιο λογοτεχνικά… Και βέβαια πολύ χειρότερα μπορούν να λεχθούν γι’ αυτούς που η συλλογή τους γίνεται “μανία”, ακόμα δε χειρότερα “μονομανία”…

Συχνά έχω αναρωτηθεί αν μπορώ να λογισθώ ανάμεσα στους παραπάνω… Καθώς, τελικά, πρώτη μου προτεραιότητα ήταν και παραμένει η πνευματική μου πρόοδος και καλλιέργεια, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει (και θα ήθελα…) ν’ αποξενωθώ απ’ όλες αυτές τις συλλογές που με βαραίνουν και που, ίσως, δεν μ’ αφήνουν να φτερουγίσω, να πετάξω…

Μα κάθε φορά που “το ψάχνω” καταλήγω (να στρουθοκαμηλίζω, άραγε;... να το βρίσκω ως άλλοθι;…) πως ο σκοπός που εγώ συλλέγω είναι, τελικά, το “κοινό καλό”, η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο… Διότι εκεί αποβλέπουν, σκέφτομαι και νιώθω, όλες οι συλλογές μου: Άλλες να τις εκδώσω, να τις δημοσιοποιήσω, κι άλλες να τις προσφέρω, ως σύνολο, σε κάποιον δήμο ή δημόσιο φορέα ή σύλλογο ή ίδρυμα, ώστε να αποτελέσουν μέρος ενός μουσείου ή μιας βιβλιοθήκης ή ενός αρχείου… Είναι μεμπτός και κατακριτέος ένας τέτοιος στόχος; Είναι επιλήψιμο ή “σκοτεινό” ένα τέτοιο όνειρο;…»


Το Ευαγγέλιο της χθεσινής Κυριακής ήταν η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου:

«Είπεν ο Κύριον την παραβολήν ταύτην. Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. Και διελογίζετο εν εαυτώ, λέγων: Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου; Και είπε: Τούτο ποιήσω. Καθελώ μου τας αποθήκας, και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου. Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ο Θεός: Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού. Ά δε ητοίμασας, τίνι έσται; Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων, εφώνει: Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω»


Κι εξ αφορμής του είχαν προκύψει, παλαιότερα, οι ακόλουθες αγωνίες μου:

Α’

…Καθελώ τας βιβιλιοθήκας μου και άλλας, μείζονας, κατασκευάσω…

…Άφρον, ταύτη τη νυκτί… τα βιβλία δε άτινα συνήξες, τίνι έσται;…

…Να μείνουν στη βιβλιοθήκη της πόλης μου θέλω, Κύριε. Αυτό πόθησα, αυτό ονειρεύτηκα. Για να ’χουν τα παιδιά κι οι έφηβοι και οι μελλούμενες γενιές και να διαβάζουν… Μήπως και φωτιστούν λίγο περισσότερο… μήπως και καταφέρουν ένα καλύτερο αύριο… Είναι αμαρτία, άραγε, αυτό, Θεέ μου;…

Β’

…Άφρον, ταύτη τη νυκτί… ά δε συνήξες… οι γνώσεις κι η σοφία που φόρτωσες στο μυαλό σου… τίνι έσται;…

…Τι ν’ απαντήσω, Θεέ μου, σ’ ετούτο το ερώτημα;… Πάλι καλά που πρόλαβα να γράψω δυο – τρία πράγματα, που ίσως ν’ αγγίξουν κάποιες ψυχές…

Γ’

…Άφρον, ταύτη τη νυκτί… Τι θα πει πως σύναξες φρόνηση, όπως λές; Τι είναι, άραγε, η φρόνηση, να την μαζεύεις; Θαρρείς… μήπως νομίζεις… ποιος σου είπε πως, τάχα, είναι καρποί, φρούτα ή πατάτες η, τάχα, φρόνηση, να την αποθηκεύσεις σ’ ένα ανήλιαγο υπόγειο;…

Σπόροι λουλουδιών είναι, φίλε μου, η φρόνηση… Κι ανθίζουν!... και ψηλώνουν… Και καρπίζουν…

Φρόνηση σημαίνει: Έργα… Δράση… Αποτελέσματα!...

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

«Τα δυό θεριά μέσα μου»

Τα δυό θεριά που κρύβω μέσα μου παλεύουν!...

…Και κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό, ξυπνά μέσα μου ο Καζαντζάκης, που έχει γράψει γι’ αυτό το βίωμα… Τόσο καίρια, που συχνά μου ’ρχεται ακόμα και να εκφράζομαι σαν αυτόν, να πλάθω λέξεις που τον θυμίζουν…

…Δυό δύναμες, μέσα μου, γρονθοκοπούνται! Αντιπαλεύουν λυσσαλέα… Σκληρός ο αγώνας, για ένα σπουδαίο έπαθλο: Μιαν ύπαρξη, μία ψυχή!...


…Νιώθω, πολλές φορές πολύ αδύναμος… Σαν ένα παιχνίδι στα χέρια ανώτερων δυνάμεων… Που με τραβολογούν… Η μία στο χώμα. Κι η άλλη προς τον ουρανό… Κι είναι φορές, λοιπόν, που νιώθω… πως δεν θ’ αντέξω… πως θα σχιστώ στα δύο…

…Από τη μία, λοιπόν, η έλξη προς τη γη, την ύλη, τις απολαύσεις, το πάθος και τα πάθη, η βαρύτητα… Νιώθεις δεμένος ακατάλυτα μ’ αυτή τη γη και με το χώμα. Σαν τον Ανταίο θαρρείς πως πρέπει συνεχώς να είσαι σε επαφή με το έδαφος… Μυρίζεις λάσπη και ο ίδιος, αναθυμιέσαι τούτη την ταπεινή, την γήινη καταγωγή σου…και εύκολα (και φυσικά…) κυλιέσαι μές στη λάσπη, γίνεσαι ένα, σχεδόν, μαζί της…

…Και είναι άλλες τόσες οι φορές που νιώθεις πως είσαι παιδί του ουρανού… “φεγγάρι άλλου ουρανού”“αστέρι που ξεστράτισε στη γη” Αυτή η γη, πια, δεν σε κρατά… Γιατί η ψυχή σου έχει δύναμη πολλή (και τη λαχτάρα!...) να φτερουγίσει…

…Δεν σου μιλώ για δύναμη “φυγόκεντρη”… για “τάση φυγής”, για “απάρνηση” της γης…

…Σου μιλώ για ένα είδος “αυταπάρνησης”, απότοκο μια έλξης που ασκούν επάνω σου τα ουράνια… Αδύνατο ν’ αντισταθείς…

…σ’ αυτή την έλξη!...

Είναι η έλξη που ασκούν, επάνω σου, ιδέες και ιδανικά!...

…Σου ’ρχεται να κυνηγήσεις, τότε, πολύχρωμες πεταλούδες…

Είναι το φως του ήλιου, που σε μαγεύει… Και το φεγγάρι… και τα άστρα… Πατάς στις μύτες των ποδιών σου… τεντώνεις το χέρι σου… και προσπαθείς ν’ ανάψεις το λυχνάρι σου ή την λαμπάδα σου, από το φως τους…


[…Και είναι “εν τάξει” όταν τα πράγματα είναι ξεκάθαρα… Μ’ αυτό που (λέω…) “δεν μπορώ”, που “δεν αντέχω”, είναι, καθώς προείπα… όταν οι δύο δυνάμεις συγκρούονται και αντιπαλεύουν σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα…]


Λένε πως “όταν παλεύουν τα βουβάλια, την ‘πληρώνουν’ τα βατράχια”

Πόσο μπορώ να επηρεάσω εγώ, ο αδύναμος, έναν τέτοιον αγώνα;…

Μα, απ’ την άλλη, δεν μπορώ… δεν το αντέχω… να καθίσω κάπου παράμερα και να περιμένω το αποτέλεσμα αυτής της μάχης!... Αφού αυτή η μάχη με αφορά, νιώθω πως έχω καθήκον κι υποχρέωση να συμμετάσχω… Αναλαμβάνοντας, υπεύθυνα, και όλες τις συνέπειες των πράξεών μου… Και της επιλογής μου…

Ταγμένος, εκ πεποιθήσεως, με τις δυνάμεις του Καλού, ως άνθρωπος που θέλω να χαρακτηρίζομαι από πνευματικότητα, δίνω (κι εγώ!...) τη μάχη μου...

…Και, όχι σπάνια, ηττώμαι… Και είναι, τότε, πολύ βαριά η αίσθηση της συντριβής: Δεν φταίει κανείς που έσπασα, που λύγισα… Εγώ φταίω!...

Αίσθημα βαρύ, σχεδόν ασήκωτο…

Μα ευτυχώς όχι για πολύ!... Διότι, τελικά, σ’ αυτή την μάχη δεν είναι, δα, κανένας μόνος…

…Άλλοτε είναι μια ηλιαχτίδα που ξεγλυστρά μέσα από τα μαύρα σύννεφα… και σε φωτίζει… Άλλοτε το τιτίβισμα ενός πουλιού, που βγήκε ν’ αναγγείλει την επικείμενη λιακάδα… Άλλοτε το άρωμα από ένα μπουμπούκι, που ευαγγελίζεται την άνοιξη… Κι άλλοτε ένα χέρι αγαπημένο, που είτε σκουπίζει απ’ το μάγουλο ένα δάκρυ, είτε σε χτυπάει φιλικά κι ενθαρρυντικά στην πλάτη!...

…Και τότε… λυτρωμένος πια από την πτώση, αισθάνεσαι… “να σου φυτρώνουν πάλι, ώ χαρά, τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου, τα μεγάλα”!... Και, όρθιος πια, και πάλι, είσαι έτοιμος, “με τη βοήθεια του Θεού” κατά πως λένε, με την ελπίδα τ’ Ουρανού κατά πως νιώθεις, να πηδήξεις για να φτάσεις τα άστρα… και το άπειρο!...


…Καλημέρα!...

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

«Οι “Παγκόσμιες Ημέρες”»

... “Παγκόσμιες ημέρες”, λέει…

Αχ, αυτές οι “Παγκόσμιες ημέρες”… Πόση θλίψη και κατήφεια συνήθως (μου) προξενούν… Διότι στην πράξη οδηγούν, νομίζω, στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό για το οποίο (υποτίθεται πως) δημιουργήθηκαν… Γίνονται το “άλλοθί” μας, ως κοινωνίας, αλλά και ατομικά, για να μπορούμε όλον τον υπόλοιπο χρόνο, να ζούμε ανεξέλεγκτα… και ανέλεγκτα… ακόμα κι απ’ την συνείδησή μας…


“Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας”, για παράδειγμα. Θα έπρεπε να είναι, τουλάχιστον γι’ αυτό νομίζω πως δημιουργήθηκε, ένα σάλπισμα ή ένα ξυπνητήρι για να μας ξυπνήσει, όλους, από τον λήθαργό μας τον ετήσιο, τον καθημερινό, ώστε να δρούμε μονίμως και διαρκώς! Κι όμως, τι γίνεται, τελικώς, στην πράξη; Λόγοι, ομιλίες, συνεντεύξεις, συνέδρια, ρεπορτάζ και κάθε είδους εκδηλώσεις, μα και (για να είμαι πλήρως ειλικρινής και να αποδώσω ορθώς όσα συμβαίνουν εκείνη την ημέρα…) συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης, για να προωθηθούν, στη συνέχεια, σε όσους έχουν ανάγκη, είτε εδώ κοντά μας, σ’ αυτούς που πεινάνε “κάτω από τη μύτη μας” και (καμωνόμαστε πως) δεν τους βλέπουμε καθημερινά (διότι μας χαλάνε “τη βιτρίνα”, την αισθητική μας… κι εμείς σφυράμε αδιάφορα και κοιτάμε προς άλλη κατεύθυνση…) είτε στον “Τρίτο Κόσμο”, στην Αφρική…

…κι ύστερα… όλο τον άλλο χρόνο, όπως είπα ήδη, είμαστε ήσυχοι… ξεχνάμε το πρόβλημα… νιώθουμε πως “έχουμε κάνει το καθήκον μας” [:“εγώ έδωσα ρούχα και τρόφιμα πρώτης ανάγκης, ρύζι και μακαρόνια και ζάχαρη κι αλεύρι, αλλά και χρήματα στον τηλεμαραθώνιο” κομπάζουμε και κομπορρημονούμε… όλον τον υπόλοιπο χρόνο…].

Σαν να “μπουκώνουμε” ένα παιδί, μία και μόνο μέρα, “να φάει του σκασμού”… κι ύστερα να το αφήνουμε νηστικό για όλη την υπόλοιπη χρονιά… Ή σαν να αφήνουμε απότιστο ένα λουλούδι, για μια ολόκληρη χρονιά κι ύστερα, όταν πια δούμε πως μαράθηκε το λουλούδι, πως έρριξε πια τα φύλλα του το φυτό, τότε να το ποτίζουμε με άφθονο νερό… κι ύστερα πάλι το ξεχνάμε…


Κάτι αντίστοιχο, νομίζω, γίνεται και με τις άλλες “Παγκόσμιες Ημέρες”: Τι θα πει, για παράδειγμα, “Παγκόσμια Ημέρα Αλληλεγγύης προς τους μετανάστες”; Ή “Παγκόσμια Ημέρα της Γης”΄; Ή “Της Ανακύκλωσης”; Τι θα πει “Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού ή Εφηβικού Βιβλίου”; Ή “Του Βιβλίου”, γενικότερα; “Παγκόσμια Ημέρα Γηρατειών”; “Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες”;…


Όλα μου μοιάζουν να γίνονται… “σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε…”, που λέει και το τραγούδι…


Προσωπικά έχω αντίρρηση και στις γνωστές και “καθιερωμένες” τέτοιου είδους γιορτές: Γιορτή του πατέρα. Γιορτή της μητέρας. Ημέρα των ερωτευμένων… Ποιος “καθιέρωσε” [άκου όρος: “καθ-ιερώνω”!...] αυτές τις γιορτές; Προφανώς [σε μια εποχή που αποστρέφεται τις θρησκείες, γελάει και χλευάζει με τη θρησκευτικότητα και αποκαθηλώνει κάθε τι “ιερό”] η μόνη υπάρχουσα και αποδεκτή θρησκεία της εποχής μας: Ο καταναλωτισμός και οι σύγχρονοι ιερείς της, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες, οι μάνατζερς και οι μαρκετίστες…. Για να πουλάνε την πραγμάτεια τους: Λουλούδια εισαγωγής (εξωτικά, κατεψυγμένα, χωρίς άρωμα). Και καρδούλες πλαστικές! Και λούτρινα ζωάκια. Και άλλα. Πολλά άλλα… Α! Και αισθήματα μιας χρήσεως – μιας ημέρας, με ημερομηνία λήξεως!...


Μου μοιάζουν, λοιπόν, τέτοιες “Ημέρες”, σαν μια μορφή απομόνωσης, “γκέτο” και εξορίας… Τι θα μπορούσε να σημαίνει και τι πράγματι σημαίνει “Παγκόσμια Ημέρα συμπαράστασης στους ναρκομανείς και κατά των ναρκωτικών”; Ότι μια μέρα στρέφουμε όλο μας το ενδιαφέρον σ’ αυτούς, τους εντοπίζουμε όπου κι αν βρίσκονται, νοιαζόμαστε (λέμε!...) γι’ αυτούς, βγάζουμε και μερικούς “δεκάρικους λόγους” πως το θέμα θ’ αντιμετωπιστεί πολιτικο- κοινωνικά… κι ύστερα… Ύστερα, για άλλον ένα ολόκληρο χρόνο, ξαναχώνουμε το πρόβλημα “κάτω από το χαλί” [Προσοχή: ο τόνος στο “ι”… Δηλαδή “χαλί” και όχι “χάλι” μας!...], αποστρέφουμε το βλέμμα μας για μια ολόκληρη χρονιά [“Δεν μπορώ να τους βλέπω… πληγώνεται η καρδιά μου”… Ή, ακόμα χειρότερα, “χαλάνε την αισθητική μου”!...], τους στέλνουμε να χωθούν στα κατά περιοχές γκέτο τους, εκεί, στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια [Την πλατεία κατ’ όνομα Ομονοίας εννοώ!...], στην πλατεία Βάθης [πόσο πιο βαθειά, πια, να γίνει μια πλατεία, για να βουλιάξουν σε αυτήν όλοι οι ναρκομανείς του λεκανοπεδίου και να πνίξουμε κι εμείς τις τύψεις και τις ενοχές της αδιαφορίας μας…]. Και, πάντως, για να “αναβαθμίσουμε” περιοχές μας, τους εξορίζουμε απ’ αυτές [Παλιότερα ήταν η Φωκίωνος Νέγρη, ύστερα τα Εξάρχεια… Όχι πως λύθηκε κι εκεί το πρόβλημα… Χωμένο κάτω απ’ το χαλί είναι κι εκεί…] Και μην μου πείτε πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που θα’θελαν να τους στείλουν ακόμα πιο μακριά: Στη Γυάρο, στη Μακρόνησο ή και σε τίποτα κρεματόρια…

…Του χρόνου πάλι!... Του χρόνου, τέτοια ίδια μέρα, θα ξαναασχοληθούμε πάλι με εσάς. Να κάνουμε απολογισμό: Τόσοι πέθαναν με τη σύριγγα στο χέρι, τόσοι επέζησαν, τόσοι νέοι χρήστες κατρακύλησαν…


Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες Ημέρες: Συχνά “σκέτη αποτυχία”!... [Σαν τις προηγούμενες, δηλαδή, κατά βάθος…]: Παγκόσμια Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητα. Ναι, το ακούσαμε κι αυτό!... [Διότι, βεβαίως, δεν το είδαμε!...]


…Τι να λέμε τώρα…

…Και πόσα ακόμα να πω, να γράψω…

…Για ποιες άλλες «Ημέρες»;!...


[………………………………………………………………………………………]


Μόνο μια ημέρα, θαρρώ, είχε αποτελέσματα: Την φύτρωσαν και θέριεψε και κάρπισε… Έγινε κτήμα και συνείδηση της σύγχρονης, ιδίως, κοινωνίας...

“Τύφλα να ’χει”, όμως, το σύγχρονο marketing! Η μέρα ετούτη δεν είχε ονομαστεί ποτέ [εδώ και χρόνια και δεκαετίες και όσο υπάρχει] “παγκόσμια ημέρα”. Είχε ένα όνομα πολύ πιο λαϊκό, ήταν σαν έκφραση του ίδιου του λαού… Είχε βαφτιστεί: “Πρωταπριλιά”…

Μια μέρα του χρόνου επιτρέπονται τα ψέματα, τα χορατά, η εξαπάτηση του άλλου…

Μια μέρα μόνο, όμως, σύμφωνοι;…

…Βρε πως αλλάζουν οι καιροί!...

Να μου το θυμηθείτε: Αργά ή γρήγορα… δεν μπορεί… θα καθιερωθεί και θα γιορτάζουμε την “Παγκόσμια Ημέρα της Ειλικρίνειας, της Τιμιότητας και της Αλήθειας”!...


Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Οι λέξεις και η γλώσσα

Μη! Για τον Θεό, μη! Μη τις σκοτώνετε αυτές τις λέξεις, τις ιερές. Μη τις κλωτσάτε, με τις ποδοπατάτε, μη τις ατιμάζετε. Σας εξορκίζω! Μη!...

Είναι ζωντανές! Πιο ζωντανές κι από μένα, κι από σας, κι απ’ όλους! Εδώ και αιώνες! Σοφές κι αγνές και ιερές!...

Είναι παιδιά μου… εγώ τις γέννησα… όχι απ’ το στόμα μου… μα απ’ την ψυχή μου… Κομμάτια της καρδιάς μου που αποσπάστηκαν… μέλη του σώματός μου… Εγώ τις κυοφόρησα… Μέρες, μήνες, χρόνια… Αιώνες… Στα σπλάχνα μου… Στη μήτρα του μυαλού και της καρδιάς μου…

…Είναι και αδελφές μου αυτές οι λέξεις. Έτσι τις νιώθω… Κόρες της μεγάλης μας μάνας, της γλώσσας μας. Αυτή μας γέννησε! Δεν τη γεννήσαμε εμείς αυτή τη γλώσσα… Απ’ αυτή θηλάσαμε… χρόνια τώρα… Χορτάσαμε γάλα απ’ το βυζί της… Ξεδιψάσαμε… Γαλουχηθήκαμε!...

…Γίναμε άντρες και γυναίκες. Χάρη σ’ αυτήν…

…Κι εσείς, τώρα, αυτή τη γλώσσα, τη βρήκατε για “σημαία ευκαιρίας”… και την τυπώσατε σε πληθωριστικά χαρτονομίσματα, χωρίς πια καμιά αξία…

Τη γλώσσα του λαού μου, ορέ;!...

Τη γλώσσα μου;!...

…που είναι και γλώσσα σας;

Ανόητοι!...

Θα μας εκδικηθεί η Ιστορία!… Έτσι όπως εκδικήθηκε, στο παραμύθι, εκείνον που “έκανε πλάκα”, κάθε τόσο, πως έρχεται, τάχα, λύκος… κι όταν ο λύκος ήρθε πραγματικά, κανένας πια δεν τον πίστευε, κι ας φώναζε αυτός απελπισμένος!...



…Σας το είπα ήδη, μα σας το ξαναλέω: Θα μας εκδικηθεί η Ιστορία! Και για τη γλώσσα που ατιμάζουμε, μα και για όλες τις αξίες και τα ιδανικά που μας δόθηκαν παρακαταθήκη απ’ τις προηγούμενες γενιές, κι εμείς τις περιπαίξαμε, τις ατιμάσαμε, τις ξεφτιλίσαμε, τις ξεπουλήσαμε…

Θα ’ρθει, φοβάμαι, ο καιρός, που θα μιλάμε και κανείς πια δεν θα μας πιστεύει! Θα ικετεύουμε τον διπλανό μας “έχε μου εμπιστοσύνη” κι αυτός θα έχει χάσει την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους…

Θα θέλουμε νερό να ξεδιψάσουμε και τα παιδιά μας θα μας ποτίζουν ξύδι. Και φαρμάκι. Αυτό που, άλλωστε, κάναμε κι εμείς νωρίτερα, αυτό που τους διδάξαμε…

Θα θέλουμε κάποιαν αρχή, κάποια εξουσία, κάποιο θεσμό να στηριχθούμε… και τότε θα συνειδητοποιήσουμε πως όλα εμείς τα γκρεμίσαμε νωρίτερα…

Θα θέλουμε να αναπνεύσουμε, αέρα καθαρό, να μυρίζει θυμάρι και πεύκο, μα η ατμόσφαιρα θα έχει γίνει τόσο επικίνδυνη, που θα ’χουμε σαν μόνη λύση μπουκάλες οξυγόνου με λίγη υποψία από μυρωδιά φορμόλης…

Θα θέλεις να πεις στο κορίτσι σου που ερωτεύθηκες και λατρεύεις “σ’ αγαπώ!”, κι αυτή η φράση, ξεφτιλισμένη πια απ’ την πολλή χρήση σε κάθε είδους και ποιότητας τραγούδια ή “κουβέντες”, θα είναι πια μια φράση – πόρνη!...

Θα νιώσεις την ανάγκη να πεις και να φωνάξεις, να τους καλέσεις, στην ώρα του χαμού, του πόνου σου, “πατέρα!”, “μάνα!”, “Θεέ μου!”… και τότε θα θυμηθείς, με τρόμο, πως εσύ τους σκότωσες!...

Μα… άκου, αν θέλεις, και τη συμβουλή μου [μικρό παιδί εγώ, και άμαθο, μπορώ, άραγε, και δικαιούμαι, να σου δίνω συμβουλές;… ποιος ξέρει;!...]:

Εάν σου έρθει… αν το νιώσεις… αν δεν μπορείς ν’ αντέξεις…

…πές το!... φώναξέ το:

“Μάνα!”... “Θεέ μου!”... “Αγάπη μου!”...

Ετούτες ειδικά οι λέξεις (κι ίσως και κανα-δυό ακόμα…) είναι (τ’ ακούς;!...) μαγικές! Έχουν τη δύναμη ν’ ανασταίνονται! Και να ανασταίνουν!...

…Μα μόνο αν τις νιώσεις!...


Υ.Γ. Διαβάστε και τα όσα ιδιαίτερα πολύτιμα (σχετικά με τις λέξεις…) έκλεψε η «Κλέφτρα Κίσσα», εδώ: http://kleftrakissa.blogspot.com/2008/11/blog_03.html